βούφθαλμον

βούφθαλμον
βούφθαλμον
ox-eye
neut nom/voc/acc sg
βούφθαλμος
fish
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βουφθάλμου — βούφθαλμον ox eye neut gen sg βούφθαλμος fish masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούφθαλμα — βούφθαλμον ox eye neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλσαμίνη — βαλσαμίνη, η (Α) [βάλσαμον] το βούφθαλμον, ονομασία για διάφορα είδη φυτών με κίτρινα άνθη της οικογένειας των Σκιαδιοφόρων …   Dictionary of Greek

  • βούφθαλμο — το (Α βούφθαλμον) ονομασία διαφόρων φυτών της οικογένειας των Σκιαδοφόρων, με κίτρινα άνθη …   Dictionary of Greek

  • μνησίθεος — I (4ος αι. π.Χ.). Γιατρός που έζησε στην Αθήνα. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ανατομική. Προσπάθησε επίσης, με τη συστηματική κατάταξη των νόσων, να διαμορφώσει δικό του νοσολογικό σύστημα. Έγραψε τα έργα: Περί εδεστών, όπου εξετάζει τα τρόφιμα από …   Dictionary of Greek

  • πολυόφθαλμος — ον, Α 1. (για τον Όσιρι) αυτός που έχει πολλά μάτια 2. (για φυτά) αυτός που έχει πολλούς οφθαλμούς, πολλά μπουμπούκια 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυόφθαλμον το φυτό βούφθαλμον. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”